Αν μπορούσε να δοθεί μία γενική απάντηση στο ερώτημα με το οποίο ξεκινάμε, τότε μάλλον θα φεύγαμε μακριά από την ουσία της Ψυχανάλυσης. Πώς κανείς να ορίσει το ¨γιατί¨ αφού για να μπει ένας άνθρωπος στην Ψυχανάλυση, αλλά και για να φτάσει στο τέλος της ανάλυσής του, χρειάζεται να απαντά με έναν πολύ δικό του τρόπο. Ο Γάλλος Ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν λέει πως σε όσους καθρέφτες κι αν κοιτάξεις, το βλέμμα σου δε μπορείς να το δεις. Είναι άραγε ο Ψυχαναλυτής σε θέση να λειτουργεί ως καθρέφτης, επιτρέποντας σε αυτόν που του απευθύνεται να ΄δει΄ κάτι σε σχέση με το ποιός είναι ή ποιός μπορεί να γίνει;
Αναμφισβήτητα από την εποχή της εφεύρεσής της, την εποχή που ο Freud την σύστησε ως θεραπευτική μέθοδο, η Ψυχανάλυση βρήκε πολλούς υποστηρικτές και ίσως ακόμα περισσότερους επικριτές. Το σίγουρο είναι πως κάτι γύρω από την ψυχαναλυτική σκέψη και πρακτική φαντάζει προκλητικό τόσο για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσο και για τους ανθρώπους που επιθυμούν να φροντίσουν την ψυχική τους υγεία. Τί είναι όμως αυτό που φτάνει να προκαλεί τόσο; Ας δούμε τι μας λέει, λοιπόν, η ψυχαναλυτική θεωρία. Για να ασχοληθεί κανείς με την Ψυχανάλυση, χρειάζεται να γίνει η παραδοχή πως το ασυνείδητο αποτελεί μέρος του ψυχισμού μας, και μάλιστα ως κάτι το οποίο ορίστηκε για να καταλήγει να ορίζει πολλά για τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο γύρω μας και τον τρόπο που συν-περιφερόμαστε. Εδώ το «συν» μπορούμε να το ακούσουμε ως τη διάσταση αυτή που θέτει το άτομο εντός του κοινωνικού ιστού, ως υποκείμενο «σε σχέση με» κάποιον και κάποιους άλλους. Αυτό εξάλλου πραγματεύεται το άτομο όταν αποφασίζει να μπει σε ανάλυση, αυτή τη σχέση με τον άλλον, τον μεγάλο Άλλο. Τί συμβαίνει όταν ο άλλος είναι παρών , αλλά και τί συμβαίνει ψυχικά όταν λείπει; Οι άνθρωποι που μας απευθύνονται, που αιτούνται ψυχοθεραπείας, κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ψυχανάλυση αλλά κάθε μορφή ψυχοθεραπείας, φέρνουν ένα αίτημα, κάτι που οδυνηρά τους κάνει, όλους μας κάνει να αναζητήσουμε λύσεις. Ο Freud θα έλεγε εδώ πως οι άνθρωποι υποφέρουν από την έλλειψη αγάπης ή από την αγάπη που έμαθαν μέσα σε κακώς κείμενα. Ναι η αναφορά στη σημασία που έχει το βίωμα στην παιδική ηλικία είναι εδώ αναπόφευκτη, και πως αλλιώς αφού εκεί μαθαίνει κανείς να αγαπά, μαθαίνει και να επιθυμεί. Έρχεται, λοιπόν, στον Ψυχαναλυτή για να μάθει, να γνωρίσει τί έμαθε, ποια είναι αυτή η ασυνείδητη γνώση που τον κάνει να λέει συχνά «δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό», «δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει», «τί κάνω λάθος», «δεν είμαι καλά και δε ξέρω το γιατί». Στην ψυχαναλυτική σχέση, στην οποία αναφερόμαστε ως «μεταβίβαση», εναποθέτει το υποκείμενο όσα συνειδητά και ασυνείδητα τον οδηγούν στο να λειτουργεί όπως λειτουργεί, να νιώθει όπως νιώθει και να σχετίζεται όπως σχετίζεται. Οι ψυχαναλυτές ακολουθούνται συχνά από την εικόνα του ψυχρού και απόμακρου, αυτού που δε μιλάει πολύ και δεν κατευθύνει. Για τον Λακάν το λεκτικό δίπολο αναλυτής – αναλυόμενος δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό που συμβαίνει στον τόπο και στον χρόνο της ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Προτείνει να χρησιμοποιούμε τους όρους αναλυτής και αναλύων κι αυτό γιατί το άτομο που απευθύνεται στην ανάλυση μιλά για να ακούσει κάτι σε όσα λέει, να ακούσει τι λέει, να δει τι κάνει και ο αναλυτής αυτό το διευκολύνει ακόμα και μέσα από τη σιωπή του. Σιωπή εκκωφαντική, εκνευριστική άλλες φορές, μεταφρασμένη ως αδιαφορία ενίοτε ή ό,τι άλλο μπορεί κανείς να υποθέσει. Πότε μιλά ο αναλυτής; Όταν το άτομο ως αναλύων του εαυτού του λέει κάτι που είναι σε θέση να ακούσει ο ίδιος. Εκεί ο αναλυτής που λειτουργεί ως τέτοιος, ακούει και καθρεφτίζει αυτό που ήταν κρυμμένο και άγνωστο, ασυνείδητα όμως γνωστό.
Αναφερθήκαμε πιο πάνω στην οδύνη, τα επίπονα συμπτώματα που οδηγούν τους ανθρώπους στην ψυχοθεραπεία. Άγχος, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, ψυχοσωματικά είναι μερικά από τα φαινόμενα- συμπτώματα του καιρού μας. Το σύμπτωμα στην ψυχαναλυτική κλινική είναι ένα μόρφωμα που χρειάζεται να μεταφραστεί. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει για να πει κάτι που ξεχωριστά και υποκειμενικά για τον καθένα μας φέρει ένα νόημα και μέσα στην ανάλυση ξεκίνα η αποκωδικοποίησή του. Οι άνθρωποι εμφανίζουν συμπτώματα για να πουν αυτό που δε λέγεται. Λένε πως δεν αντέχουν το σύμπτωμά τους και έχουν δίκιο πως δεν αντέχεται, το ερώτημα όμως είναι, και στην ψυχαναλυτική κλινική το βλέπουμε διαρκώς, κατά πόσο αντέχει κανείς να ζει χωρίς το σύμπτωμα του, αν αντέχει να δει ποιος είναι χωρίς αυτό και να ζει με ό,τι μείνει.
Στην εποχή αυτή που μας θέλει να θέλουμε διαρκώς κι άλλο, κι άλλα, κι άλλους η Ψυχανάλυση εισάγει μία λογική αφαιρετική, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα ούτε να τα θέλουμε όλα. Η φράση κλισέ «θέλουμε πάντα αυτό που δεν έχουμε» λέει μια αλήθεια, αυτό που μας λείπει είναι συχνά αυτό που επιθυμούμε να έχουμε. Τί επιθυμούμε όμως; Και πώς; Για να ανακαλύψει κανείς την ασυνείδητη επιθυμία που τον κινεί και που η εκπλήρωση της μπορεί να φτάσει να γίνει έως και καταστροφική σε κάποιες περιπτώσεις , χρειάζεται να δει πώς διαμορφώθηκε , τι θέλησε ως παιδί, τι του «ζητήθηκε» να θέλει ή να είναι και φυσικά τι του έλλειψε. Ο Λακάν θα αναδιαμόρφωνε μάλλον την παραπάνω φράση λέγοντας για την επιθυμία πως για να υπάρξει και να αφαιρέσει κάτι από την οδύνη, χρειάζεται η έλλειψη και η αποδοχή της. Η έλλειψη αποτελεί κεντρική έννοια στην ψυχαναλυτική θεωρία, αν μπορούμε να πούμε κάτι συνοπτικό για αυτήν θα είναι ίσως πως από τη στιγμή που γεννιόμαστε μπαίνουμε στην τροχιά του να χάνουμε κάτι, το μητρικό στήθος, την παρουσία του άλλου που γίνεται απουσία και μένουμε μόνοι περιμένοντας να ξανάρθει, η απώλεια σημαντικών ανθρώπων από τη ζωή κι από τη ζωή μας, η απώλεια αυτού που κάποτε ελπίζαμε να είναι το Πλατωνικό άλλο μας μισό. Πάντα κάτι λείπει , αν και πως θα ψάξουμε να το ξανά-βρούμε, είναι μια άλλη συζήτηση…
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
Το λέω και το ομολογώ
Σα νά’ μουν άλλος κι όχι εγώ
Μες τη ζωή πορεύτηκα.
Ο.Ελύτης
Σα να ήμουν άλλος, ποιος είμαι μένει να το δω.
Σαββίνα Πιλάκη
Ψυχολόγος- ΑμΚΕ Συμβάλλειν